- αγαπητικός
- ο (θηλ. -ιά) (Α ἀγαπητικός, -ή, -όν) [ἀγαπῶ]αυτός που αγαπάνεοελλ.1. αγαπητός, εγκάρδιος φίλος2. αυτός που αγαπά ερωτικά3. (αρσ.) α) παράνομος εραστήςβ) εκείνος που ζει από την εκμετάλλευση γυναικών4. θηλ. ερωμένη, φιλενάδα, μαιτρέσααρχ.1. στοργικός, φιλόστοργος2. το ουδ. ως ουσ. το αγαπητικόνη ικανότητα του να αγαπά κανείς.
Dictionary of Greek. 2013.